- ουρανίτης
- Ορυκτό του ουρανίου. Χημικά είναι ένα οξείδιο (UO2), που κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα σχηματίζοντας συμπαγείς μάζες (στιφρά συσσωματώματα), σπανιότερα οκτάεδρα. Ο ο. αποτελεί μια ποικιλία του ουρανινίτη (πισσουρανίτης, ουρανοπισσίτης). Έχει χρώμα πισσόμαυρο και λάμψη σχεδόν μεταλλική. Περιέχει ποικίλες ποσότητες μολύβδου, φθορίου, ζιρκονίου, υδραργύρου και μεταπίπτει εύκολα, με οξείδωση, σε U3O8. Είναι ορυκτό ραδιενεργό και αποτελεί μία από τις κυριότερες πρώτες ύλες εξαγωγής του ουρανίου. Βρίσκεται σε γρανιτικά και πηγματιτικά πετρώματα, κυρίως μαζί με μαρμαρυγία, και σε υδροθερμικές φλέβες μαζί με γαληνίτη, αργυρομεταλλεύματα, αυτοφυή βήρυλλο κλπ. Τα πλουσιότερα κοιτάσματα του απαντούν στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στο Κονγκό, στη Γερμανία και στη Ρωσία.
Δείγμα Ουρανίτη.
* * *ο(ορυκτ.) το σύνολο τών φωσφορικών και αρσενικικών ορυκτών τού ουρανίου τα οποία περιέχουν και αλκάλια ή αλκαλικές γαίες ή χαλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. uranite (< Ουρανός). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αν. Κορδέλλα].
Dictionary of Greek. 2013.